πυρασφάλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρασφάλεια οι πυρασφάλειες
      γενική της πυρασφάλειας των πυρασφαλειών
    αιτιατική την πυρασφάλεια τις πυρασφάλειες
     κλητική πυρασφάλεια πυρασφάλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρασφάλεια < πυρ- + ασφάλεια

Ουσιαστικό

πυρασφάλεια θηλυκό

  1. είδος ασφάλισης, σε ασφαλιστική εταιρεία, που αναφέρεται σε ατυχήματα από φωτιά
  2. το σύνολο των συστημάτων και εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται σε έναν χώρο για την πρόληψη και την προστασία από ατυχήματα που προέρχονται από φωτιά
  3. (οικείο) (συνεκδοχικά) το πιστοποιητικό που εκδίδει η Πυροσβεστική Υπηρεσία για την επάρκεια ενός χώρου σε συστήματα πυρασφάλειας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.