πυρασφάλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυρασφάλεια | οι | πυρασφάλειες |
| γενική | της | πυρασφάλειας | των | πυρασφαλειών |
| αιτιατική | την | πυρασφάλεια | τις | πυρασφάλειες |
| κλητική | πυρασφάλεια | πυρασφάλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πυρασφάλεια θηλυκό
- είδος ασφάλισης, σε ασφαλιστική εταιρεία, που αναφέρεται σε ατυχήματα από φωτιά
- το σύνολο των συστημάτων και εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται σε έναν χώρο για την πρόληψη και την προστασία από ατυχήματα που προέρχονται από φωτιά
- (οικείο) (συνεκδοχικά) το πιστοποιητικό που εκδίδει η Πυροσβεστική Υπηρεσία για την επάρκεια ενός χώρου σε συστήματα πυρασφάλειας
Μεταφράσεις
πυρασφάλεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.