insurance

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

insurance (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, σύμβαση με την οποία το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέλη αναλαμβάνει έναντι ορισμένης αμοιβής να αποζημιώσει το άλλο σε περίπτωση συγκεκριμένης και προσυμφωνημένης βλάβης
    How much does car insurance cost in Greece.
    Πόσο κοστίζει μια ασφάλεια αυτοκινήτου στην Ελλάδα.
  2. (μη μετρήσιμο) οι ασφάλειες, η επιχείρηση παροχής ασφάλισης στους ανθρώπους
    Last year they branched out into the insurance business and the car trade.
    Απλώθηκαν πέρυσι στις ασφάλειες και στην εμπορία αυτοκινήτων.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.