απορρόφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απορρόφηση οι απορροφήσεις
      γενική της απορρόφησης* των απορροφήσεων
    αιτιατική την απορρόφηση τις απορροφήσεις
     κλητική απορρόφηση απορροφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απορροφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απορρόφηση < απορροφώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική absorption)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈɾo.fi.si/

Ουσιαστικό

απορρόφηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.