απορρόφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απορρόφηση | οι | απορροφήσεις |
| γενική | της | απορρόφησης* | των | απορροφήσεων |
| αιτιατική | την | απορρόφηση | τις | απορροφήσεις |
| κλητική | απορρόφηση | απορροφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απορροφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απορρόφηση < απορροφώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική absorption)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈɾo.fi.si/
Ουσιαστικό
απορρόφηση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του απορροφώ
- το ρούφηγμα
- η εισχώρηση μιας ουσίας (σε υγρή ή αέρια μορφή) κάπου και η παραμονή της εκεί ή η αφομοίωσή της
- η μείωση ή η εξάλειψη της έντασης ενός φαινομένου
- (μεταφορικά) η συγχώνευση
- (μεταφορικά) η ενσωμάτωση, η αφομοίωση
- (μεταφορικά) η διάθεση ή κατανάλωση προϊόντων, υπηρεσιών, κονδυλίων κ.λπ.
- (μεταφορικά) η πρόσληψη εργατικού δυναμικού
- (μεταφορικά) η προσήλωση κάποιου σε κάτι και η παραμέληση άλλων πραγμάτων ή ενδιαφερόντων
- (φυσική) η ελάττωση της έντασης ή της ενέργειας ηχητικού ή ηλεκτρομαγνητικού κύματος καθώς αυτό διαδίδεται μέσα σε υλικό σώμα
Μεταφράσεις
απορρόφηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.