αναρρόφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρρόφηση οι αναρροφήσεις
      γενική της αναρρόφησης* των αναρροφήσεων
    αιτιατική την αναρρόφηση τις αναρροφήσεις
     κλητική αναρρόφηση αναρροφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρροφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναρρόφηση < αναρροφώ, (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναρρόφη(σις) + -ση.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + ρόφηση με διπλασιασμό ρρ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈɾo.fi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναρρόφηση

Ουσιαστικό

αναρρόφηση θηλυκό

  • η ενέργεια του αναρροφώ, το ρούφηγμα προς τα πάνω
    1. (μηχανική) η δημιουργία ροής υγρού ή αερίου μέσα σε σωλήνα με ρούφηγμα
    2. (μηχανολογία) η μία από τις δύο λειτουργίες αντλίας διπλής ενεργείας.
    3. (ιατρική) η ανάποδη κίνηση των υγρών του στομάχου προς τα πάνω (προς τον οισοφάγο, έως το στόμα)
       δείτε και τη λέξη επαναρρόφηση
      (καταχρηστικά) η εισρόφηση
      το μωρό έκανε αναρρόφηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.