integration
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| integration | integrations |
Ετυμολογία
- integration < integrate + -ion
Ουσιαστικό
integration (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ενοποίηση, η ενέργεια του να ενώνω δυο η περισσότερα σε ένα ώστε να συνεργαστούν
- ↪ The states of Europe are joining hands in the fight for economic integration.
- Τα κράτη της Ευρώπης συμπορεύονται στον αγώνα της οικονομικής ενοποίησης.
- ↪ The states of Europe are joining hands in the fight for economic integration.
- (μη μετρήσιμο) η ενοποίηση, η ενέργεια ή η διαδικασία ανάμειξης ανθρώπων που έχουν προηγουμένως χωριστεί, συνήθως λόγω χρώματος, φυλής, θρησκείας κτλ.
- ↪ racial integration - φυλετική ενοποίηση
- (μαθηματικά) η ολοκλήρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.