integration

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
integration integrations

Ετυμολογία

integration < integrate + -ion

Ουσιαστικό

integration (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ενοποίηση, η ενέργεια του να ενώνω δυο η περισσότερα σε ένα ώστε να συνεργαστούν
    The states of Europe are joining hands in the fight for economic integration.
    Τα κράτη της Ευρώπης συμπορεύονται στον αγώνα της οικονομικής ενοποίησης.
  2. (μη μετρήσιμο) η ενοποίηση, η ενέργεια ή η διαδικασία ανάμειξης ανθρώπων που έχουν προηγουμένως χωριστεί, συνήθως λόγω χρώματος, φυλής, θρησκείας κτλ.
    racial integration - φυλετική ενοποίηση
  3. (μαθηματικά) η ολοκλήρωση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.