απορροφήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απορροφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορροφώ
  2. θα απορροφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορροφώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απορροφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απορρόφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.