ρουφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρουφώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ῥουφῶ < ῥοφῶ, ῥοφάω < αρχαία ελληνική ῥοφάω / ῥοφεω / ῥοφῶ → και δείτε τη λέξη ρουφάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾuˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐φώ
Συγγενικά
- → δείτε ρουφάω
Μεταφράσεις
ρουφώ
|
→ δείτε τη λέξη ρουφάω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.