attraction

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
attraction attractions

Ουσιαστικό

attraction (en)

  1. η έλξη (η δύναμη που έλκει)
  2. η έλξη (που νιώθει κάποιος)
  3. η ατραξιόν (πχ ένα ελκυστικό μέρος)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.tʁak.sjɔ̃/

Ετυμολογία

attraction < atration < λατινική attractio < attrahere (τραβάω κάτι προς εμένα)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
attraction attractions

attraction (fr) θηλυκό

  1. η έλξη, η δύναμη που έλκει, η πράξη του να έλκω
  2. (φυσική) η δύναμη που ελκύει τα αντικείμενα μεταξύ τους
     δείτε τη λέξη  gravitation
  3. (γλωσσολογία) η μετατροπή ενός γράμματος, μιας μορφής, κ.λπ., χάρη στην επίδραση ενός γειτονικού γράμματος, μορφής, κ.λπ.
  4. (αγγλισμός) η ελκυστικότητα, που ελκύει
  5. η ατραξιόν
  6. η εταιρία που ασχολείται με την ψυχαγωγία

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.