συγχώνευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγχώνευση | οι | συγχωνεύσεις |
| γενική | της | συγχώνευσης* | των | συγχωνεύσεων |
| αιτιατική | τη | συγχώνευση | τις | συγχωνεύσεις |
| κλητική | συγχώνευση | συγχωνεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συγχωνεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγχώνευση < συγχωνεύω
Ουσιαστικό
συγχώνευση θηλυκό
- η ένωση δύο στοιχείων ή συνόλων σε ένα νέο καινούριο ομογενές σύνολο
- οι νησιωτικοί δήμοι προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας εναντίον της συγχώνευσης των ΔΟΥ
- ο σχηματισμός κράματος με τήξη
- (για ποινές) για επιβολή μίας ενιαίας ποινής για συναφή αδικήματα αντί δύο ή περισσότερων μικρότερων ποινών οι οποίες αθροιστικά θα είχαν μεγαλύτερη διάρκεια
- 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 17 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων (από το άρθρο της Βικιπαίδειας Εξέγερση του Πολυτεχνείου)
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.