αξιόλογος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιόλογος | η | αξιόλογη | το | αξιόλογο |
| γενική | του | αξιόλογου | της | αξιόλογης | του | αξιόλογου |
| αιτιατική | τον | αξιόλογο | την | αξιόλογη | το | αξιόλογο |
| κλητική | αξιόλογε | αξιόλογη | αξιόλογο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιόλογοι | οι | αξιόλογες | τα | αξιόλογα |
| γενική | των | αξιόλογων | των | αξιόλογων | των | αξιόλογων |
| αιτιατική | τους | αξιόλογους | τις | αξιόλογες | τα | αξιόλογα |
| κλητική | αξιόλογοι | αξιόλογες | αξιόλογα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξιόλογος < αρχαία ελληνική ἀξιόλογος < ἄξιος + λόγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ksiˈo.lo.γos/
Επίθετο
αξιόλογος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που είναι άξιος λόγου, δηλαδή καλός και σημαντικός σε κάποιον τομέα (ή περισσότερους)
- (για γεγονός ή αντικείμενο) που έχει κάποια καλά ή αξιομνημόνευτα χαρακτηριστικά
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αναξιόλογος
- αξιόλογα
- αξιολογημένος
- αξιολόγηση
- αξιολογητής
- αξιολογήτρια
- αξιολογία
- αξιολογικά
- αξιολογικός
- αξιολογικώς
- αξιολογούμενος
- αξιολογώ
- αξιολογών
- → δείτε τις λέξεις αξία και λέγω
Μεταφράσεις
αξιόλογος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.