αξιολογούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιολογούμενος η αξιολογούμενη το αξιολογούμενο
      γενική του αξιολογούμενου της αξιολογούμενης του αξιολογούμενου
    αιτιατική τον αξιολογούμενο την αξιολογούμενη το αξιολογούμενο
     κλητική αξιολογούμενε αξιολογούμενη αξιολογούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιολογούμενοι οι αξιολογούμενες τα αξιολογούμενα
      γενική των αξιολογούμενων των αξιολογούμενων των αξιολογούμενων
    αιτιατική τους αξιολογούμενους τις αξιολογούμενες τα αξιολογούμενα
     κλητική αξιολογούμενοι αξιολογούμενες αξιολογούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ksi.o.loˈɣu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αξιολογούμενος

Μετοχή

αξιολογούμενος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.