αναξιόλογος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναξιόλογος η αναξιόλογη το αναξιόλογο
      γενική του αναξιόλογου της αναξιόλογης του αναξιόλογου
    αιτιατική τον αναξιόλογο την αναξιόλογη το αναξιόλογο
     κλητική αναξιόλογε αναξιόλογη αναξιόλογο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναξιόλογοι οι αναξιόλογες τα αναξιόλογα
      γενική των αναξιόλογων των αναξιόλογων των αναξιόλογων
    αιτιατική τους αναξιόλογους τις αναξιόλογες τα αναξιόλογα
     κλητική αναξιόλογοι αναξιόλογες αναξιόλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναξιόλογος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναξιόλογος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + αξιόλογος.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.ksiˈo.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναξιόλογος

Επίθετο

αναξιόλογος, -η, -ο

  • αυτός ή κάτι για τον οποίο δεν αξίζει να γίνεται συζήτηση, ανάξιο ως πρόσωπο ή ως ζήτημα, κάτι που δεν αξίζει να του δίδεται σημασία

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.