αξιολογήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιολογήτρια οι αξιολογήτριες
      γενική της αξιολογήτριας των αξιολογητριών
    αιτιατική την αξιολογήτρια τις αξιολογήτριες
     κλητική αξιολογήτρια αξιολογήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξιολογήτρια < αξιολογητής + -τρια

Ουσιαστικό

αξιολογήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

Για τις γλώσσες που δεν έχουν ιδιαίτερο τύπο για το αρσενικό, δείτε αξιολογητής.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.