διαπρεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπρεπής η διαπρεπής το διαπρεπές
      γενική του διαπρεπούς* της διαπρεπούς του διαπρεπούς
    αιτιατική τον διαπρεπή τη διαπρεπή το διαπρεπές
     κλητική διαπρεπή(ς) διαπρεπής διαπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπρεπείς οι διαπρεπείς τα διαπρεπή
      γενική των διαπρεπών των διαπρεπών των διαπρεπών
    αιτιατική τους διαπρεπείς τις διαπρεπείς τα διαπρεπή
     κλητική διαπρεπείς διαπρεπείς διαπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαπρεπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπρεπής[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.pɾeˈpis/ & /ðʝa.pɾeˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαπρεπής

Επίθετο

διαπρεπής, -ής, -ές

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διαπρεπής τὸ διαπρεπές
      γενική τοῦ/τῆς διαπρεποῦς τοῦ διαπρεποῦς
      δοτική τῷ/τῇ διαπρεπεῖ τῷ διαπρεπεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν διαπρεπ τὸ διαπρεπές
     κλητική ! διαπρεπές διαπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διαπρεπεῖς τὰ διαπρεπ
      γενική τῶν διαπρεπῶν τῶν διαπρεπῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς διαπρεπέσ(ν) τοῖς διαπρεπέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς διαπρεπεῖς τὰ διαπρεπ
     κλητική ! διαπρεπεῖς διαπρεπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαπρεπεῖ τὼ διαπρεπεῖ
      γεν-δοτ τοῖν διαπρεποῖν τοῖν διαπρεποῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαπρεπής < διαπρέπω + -ής

Επίθετο

διαπρεπής, -ής, -ές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.