αξιολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιολογία οι αξιολογίες
      γενική της αξιολογίας των αξιολογιών
    αιτιατική την αξιολογία τις αξιολογίες
     κλητική αξιολογία αξιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική axiologie < αρχαία ελληνική ἄξιος + λέγω

Ουσιαστικό

αξιολογία θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που ασχολείται με την μελέτη και εφαρμογή αξιών
  2. σύστημα αξιών
  3. (σπάνιο) αξιολόγηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.