αξιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αξιολογία | οι | αξιολογίες |
| γενική | της | αξιολογίας | των | αξιολογιών |
| αιτιατική | την | αξιολογία | τις | αξιολογίες |
| κλητική | αξιολογία | αξιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αξιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική axiologie < αρχαία ελληνική ἄξιος + λέγω
Ουσιαστικό
αξιολογία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.