αξιοσέβαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιοσέβαστος | η | αξιοσέβαστη | το | αξιοσέβαστο |
| γενική | του | αξιοσέβαστου | της | αξιοσέβαστης | του | αξιοσέβαστου |
| αιτιατική | τον | αξιοσέβαστο | την | αξιοσέβαστη | το | αξιοσέβαστο |
| κλητική | αξιοσέβαστε | αξιοσέβαστη | αξιοσέβαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιοσέβαστοι | οι | αξιοσέβαστες | τα | αξιοσέβαστα |
| γενική | των | αξιοσέβαστων | των | αξιοσέβαστων | των | αξιοσέβαστων |
| αιτιατική | τους | αξιοσέβαστους | τις | αξιοσέβαστες | τα | αξιοσέβαστα |
| κλητική | αξιοσέβαστοι | αξιοσέβαστες | αξιοσέβαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξιοσέβαστος < μεσαιωνική ελληνική ἀξιοσέβαστος < αρχαία ελληνική ἄξιος + σεβαστός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ksi.oˈse.va.stos/
Συγγενικά
- αξιοσέβαστα
- → δείτε τις λέξεις άξιος, σεβασμός και σέβομαι
Μεταφράσεις
αξιοσέβαστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.