αξιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιολογικός | η | αξιολογική | το | αξιολογικό |
| γενική | του | αξιολογικού | της | αξιολογικής | του | αξιολογικού |
| αιτιατική | τον | αξιολογικό | την | αξιολογική | το | αξιολογικό |
| κλητική | αξιολογικέ | αξιολογική | αξιολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιολογικοί | οι | αξιολογικές | τα | αξιολογικά |
| γενική | των | αξιολογικών | των | αξιολογικών | των | αξιολογικών |
| αιτιατική | τους | αξιολογικούς | τις | αξιολογικές | τα | αξιολογικά |
| κλητική | αξιολογικοί | αξιολογικές | αξιολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξιολογικός < αξιολογώ + -ικός (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική axiologique)
Επίθετο
αξιολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αξιολόγηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με την αξιολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.