αξιολογών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιολογών η αξιολογούσα το αξιολογούν
      γενική του αξιολογούντος
& αξιολογούντα1
της αξιολογούσας
& αξιολογούσης*
του αξιολογούντος
    αιτιατική τον αξιολογούντα την αξιολογούσα το αξιολογούν
     κλητική αξιολογών αξιολογούσα αξιολογούν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιολογούντες οι αξιολογούσες τα αξιολογούντα
      γενική των αξιολογούντων των αξιολογουσών των αξιολογούντων
    αιτιατική τους αξιολογούντες τις αξιολογούσες τα αξιολογούντα
     κλητική αξιολογούντες αξιολογούσες αξιολογούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ksi.o.loˈɣon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αξιολογών
τονικό παρώνυμο: αξιόλογων

Μετοχή

αξιολογών, -ούσα, -ούν

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αξιόλογος, άξιος και λέγω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.