γεγονός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γεγονός | τα | γεγονότα |
| γενική | του | γεγονότος | των | γεγονότων |
| αιτιατική | το | γεγονός | τα | γεγονότα |
| κλητική | γεγονός | γεγονότα | ||
| Κατηγορία όπως «γεγονός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεγονός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεγονός < ουδέτερο της ενεργητικής μετοχής γεγονώς, του παρακειμένου "γέγονα", του γίγνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.ɣoˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐γο‐νός
Ουσιαστικό
γεγονός ουδέτερο
Συνώνυμα
Παράγωγα
Μεταφράσεις
γεγονός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.