αντηρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντηρίδα οι αντηρίδες
      γενική της αντηρίδας των αντηρίδων
    αιτιατική την αντηρίδα τις αντηρίδες
     κλητική αντηρίδα αντηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Επίστεγη αντηρίδα.

Ετυμολογία

αντηρίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντηρίς από την αιτιατική «τήν ἀντηρίδα» < ἀντερείδω < ἀντί + ἐρείδω

Προφορά

ΔΦΑ : /an.diˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντηρίδα

Ουσιαστικό

αντηρίδα θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) τοίχος που κτίζεται κάθετα προς κάποιον άλλο τοίχο, τον οποίο και στηρίζει
  2. (αρχιτεκτονική) τοιχάκι που συγκρατεί το χώμα σε κατωφέρεια
  3.  :  συνώνυμα: ξερολιθιά, σκάλα
  4. (αρχιτεκτονική) δοκάρι ή άλλη κατασκευή που μπαίνει ως υποστήριγμα σε κάποιο οικοδόμημα
     συνώνυμα: αντέρεισμα, έρεισμα, στήριγμα, υποστήριγμα, υποστύλωση
      Ολοκληρώθηκαν, ακόμη, οι εργασίες αντιστήριξης με την προσθήκη υποστυλωμάτων στον πρώτο χώρο και ταυτόχρονα τοποθετήθηκαν οριζόντιες αντηρίδες στον δεύτερο, προκειμένου να προχωρήσει η αποχωμάτωση. (Αμφίπολη: Αποκαλύφθηκαν τα μαρμάρινα βάθρα πάνω στα οποία πατούν οι Καρυάτιδες εφημερίδα Το Βήμα 30 Σεπτεμβρίου 2014)
  5. (γεωλογία) βουνοκορφή που προεξέχει σε διαφορετική κατεύθυνση από άλλες βουνοκορφές της οροσειράς
  6. (βοτανική) φυτικός βλαστός ομόρριζος με τον κεντρικό βλαστό και δίπλα σ’ αυτόν

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.