φυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυτικός | η | φυτική | το | φυτικό |
| γενική | του | φυτικού | της | φυτικής | του | φυτικού |
| αιτιατική | τον | φυτικό | τη | φυτική | το | φυτικό |
| κλητική | φυτικέ | φυτική | φυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυτικοί | οι | φυτικές | τα | φυτικά |
| γενική | των | φυτικών | των | φυτικών | των | φυτικών |
| αιτιατική | τους | φυτικούς | τις | φυτικές | τα | φυτικά |
| κλητική | φυτικοί | φυτικές | φυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυτικός < φυτ(όν) + -ικός < φύω
Επίθετο
φυτικός
Πολυλεκτικοί όροι
Σύνθετα
Μεταφράσεις
φυτικός
Πηγές
- φυτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φυτικός | ἡ | φυτική | τὸ | φυτικόν |
| γενική | τοῦ | φυτικοῦ | τῆς | φυτικῆς | τοῦ | φυτικοῦ |
| δοτική | τῷ | φυτικῷ | τῇ | φυτικῇ | τῷ | φυτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | φυτικόν | τὴν | φυτικήν | τὸ | φυτικόν |
| κλητική ὦ! | φυτικέ | φυτική | φυτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | φυτικοί | αἱ | φυτικαί | τὰ | φυτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | φυτικῶν | τῶν | φυτικῶν | τῶν | φυτικῶν |
| δοτική | τοῖς | φυτικοῖς | ταῖς | φυτικαῖς | τοῖς | φυτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | φυτικούς | τὰς | φυτικᾱ́ς | τὰ | φυτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | φυτικοί | φυτικαί | φυτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυτικώ | τὼ | φυτικᾱ́ | τὼ | φυτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | φυτικοῖν | τοῖν | φυτικαῖν | τοῖν | φυτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- φυτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.