οροσειρά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οροσειρά | οι | οροσειρές |
| γενική | της | οροσειράς | των | οροσειρών |
| αιτιατική | την | οροσειρά | τις | οροσειρές |
| κλητική | οροσειρά | οροσειρές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

οροσειρά στη Νέα Ζηλανδία
Ετυμολογία
- οροσειρά < (όρος) ορο- + σειρά, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mountain range [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾo.siˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρο‐σει‐ρά
Ουσιαστικό
οροσειρά θηλυκό
- (γεωγραφία) γεωγραφική περιοχή η οποία περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό βουνών τα οποία συνδέονται μεταξύ τους
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
οροσειρά
|
Αναφορές
- οροσειρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.