κάθετα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάθετα < κάθετος

Επίρρημα

κάθετα και καθέτως

  1. σε διεύθυνση κάθετη ως προς κάτι, συνήθως ως προς το οριζόντιο επίπεδο
     αντώνυμα: οριζόντια
    η ευθεία ε1 τέμνει κάθετα την ευθεία ε2 στο σημείο Μ
    το μεσημέρι οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν σχεδόν κάθετα
  2. με κάθετο τρόπο, κατηγορηματικά
    είμαι κάθετα αντίθετος στο νέο νομοσχέδιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.