στήριγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στήριγμα | τα | στηρίγματα |
| γενική | του | στηρίγματος | των | στηριγμάτων |
| αιτιατική | το | στήριγμα | τα | στηρίγματα |
| κλητική | στήριγμα | στηρίγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsti.ɾiɣ.ma/
Ουσιαστικό
στήριγμα ουδέτερο
- οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να στηριχτεί κάτι
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) αυτό ή αυτός υποστηρίζει και βοηθά κάποιον
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στηρίζω
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.