υποστήριγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποστήριγμα τα υποστηρίγματα
      γενική του υποστηρίγματος των υποστηριγμάτων
    αιτιατική το υποστήριγμα τα υποστηρίγματα
     κλητική υποστήριγμα υποστηρίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποστήριγμα  δείτε τις λέξεις υπό- και στηρίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈsti.ɾiɣ.ma/

Ουσιαστικό

υποστήριγμα ουδέτερο

  • αυτό που στηρίζει κάτι από κάτω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.