ξερολιθιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξερολιθιά | οι | ξερολιθιές |
| γενική | της | ξερολιθιάς | των | ξερολιθιών |
| αιτιατική | την | ξερολιθιά | τις | ξερολιθιές |
| κλητική | ξερολιθιά | ξερολιθιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ξερολιθιά στην αγγλική ύπαιθρο
Ετυμολογία
- ξερολιθιά < μεσαιωνική ελληνική ξηρόλιθ(ος) + -ιά
Ουσιαστικό
ξερολιθιά θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) κατασκευή από πέτρες ή πλάκες που συνδέονται χωρίς κανένα άλλο συνδετικό υλικό (λάσπη, τσιμέντο κ.λπ.), η οποία στερεώνεται και αποκτά ευστάθεια με το σφήνωμα μικρότερων κομματιών από πέτρες
- (κατ’ επέκταση) (αρχιτεκτονική) η τεχνική με την οποία κατασκευάζονται κτίσματα με πέτρες χωρίς κανένα συνδετικό υλικό
- (συνεκδοχικά) (αρχιτεκτονική) πεζούλα κατασκευασμένη με αυτήν την τεχνική
Συνώνυμα
- αιμασιά
- ξερολίθι
- ξηρολιθοδομή
- ξεροτρόχαλος
- τρόχαλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.