σκάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκάλα | οι | σκάλες |
| γενική | της | σκάλας | — | |
| αιτιατική | τη | σκάλα | τις | σκάλες |
| κλητική | σκάλα | σκάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

1. σκάλες στην όπερα Γκαρνιέ του Παρισιού

3. φορητή σκάλα από αλουμίνιο
Ετυμολογία
- σκάλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκάλα < λατινική scala < scando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skend- (πηδώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈska.la/
Ουσιαστικό
σκάλα θηλυκό
- κλίμακα, μόνιμη πακτωμένη κατασκευή (σχετ. κλιμακοστάσιο), με βαθμίδες (σκαλοπάτια), για άνοδο και κάθοδο
- (συνεκδοχικά) κλίμακα με κυλιόμενες βαθμίδες, για άνοδο και κάθοδο χωρίς κόπο (κυλιόμενη σκάλα)
- μεταφέρσιμη κατασκευή, ξύλινη ή μεταλλική, που είναι φορητή από άνθρωπο ή τοποθετημένη σε ειδικό (συνήθως πυροσβεστικό) όχημα, για να τοποθετείται όπου μας εξυπηρετεί, για άνοδο και για κάθοδο
- αποβάθρα, λιμάνι
- επίνειο : (η κοντινή πόλη που έχει λιμάνι)
- (κυπριακά) μονάδα μέτρησης που ισούται με 14.400 τετραγωνικά πόδια
- (μουσική) → δείτε τη λέξη κλίμακα
- η μπαγκίνα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Σύνθετα
- ανεμόσκαλα
- ιχθυόσκαλα
- ξυλόσκαλα
- πλατύσκαλο
- σκαλοπάτι
- σμυριδόσκαλα
-
σκάλα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μόνιμη κατασκευή που συνδέει δύο ορόφους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.