αναισθητοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναισθητοποίηση | οι | αναισθητοποιήσεις |
| γενική | της | αναισθητοποίησης* | των | αναισθητοποιήσεων |
| αιτιατική | την | αναισθητοποίηση | τις | αναισθητοποιήσεις |
| κλητική | αναισθητοποίηση | αναισθητοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναισθητοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αναισθητοποίηση θηλυκό
- η χορήγηση νάρκωσης, συνήθως σε ασθενή (άνθρωπο, ζώο) για τη διεξαγωγή κάποιας οδυνηρής επέμβασης ή εξέτασης, αλλά και για άλλους λόγους
- η νάρκωση ανθρώπου ή ζώου για παράνομους σκοπούς
- τους αναισθητοποίησαν για να τους ληστέψουν ανενόχλητοι
- η απευαισθητοποίηση των ανθρώπων, η πρόκληση συναισθηματικής αναισθησίας
Συγγενικά
- αναισθητοποιούμαι
- αναισθητοποιώ
- → και δείτε τη λέξη αναίσθητος
Αναφορές
- αναισθητοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.