ανάλγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάλγητος | η | ανάλγητη | το | ανάλγητο |
| γενική | του | ανάλγητου | της | ανάλγητης | του | ανάλγητου |
| αιτιατική | τον | ανάλγητο | την | ανάλγητη | το | ανάλγητο |
| κλητική | ανάλγητε | ανάλγητη | ανάλγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάλγητοι | οι | ανάλγητες | τα | ανάλγητα |
| γενική | των | ανάλγητων | των | ανάλγητων | των | ανάλγητων |
| αιτιατική | τους | ανάλγητους | τις | ανάλγητες | τα | ανάλγητα |
| κλητική | ανάλγητοι | ανάλγητες | ανάλγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανάλγητος < αρχαία ελληνική ἀνάλγητος από το στερητικό ἀ (+ ευφωνικό ν) + ἄλγος
Επίθετο
ανάλγητος, η, ο
- Η ανάλγητη πολιτική της κυβέρνησης πλήττει τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.