εγωιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγωιστής οι εγωιστές
      γενική του εγωιστή των εγωιστών
    αιτιατική τον εγωιστή τους εγωιστές
     κλητική εγωιστή εγωιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγωιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική égoïste < αρχαία ελληνική ἐγώ + -iste (-ιστής)

Ουσιαστικό

εγωιστής αρσενικό (θηλυκό εγωίστρια)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.