ασυγκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυγκίνητος | η | ασυγκίνητη | το | ασυγκίνητο |
| γενική | του | ασυγκίνητου | της | ασυγκίνητης | του | ασυγκίνητου |
| αιτιατική | τον | ασυγκίνητο | την | ασυγκίνητη | το | ασυγκίνητο |
| κλητική | ασυγκίνητε | ασυγκίνητη | ασυγκίνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυγκίνητοι | οι | ασυγκίνητες | τα | ασυγκίνητα |
| γενική | των | ασυγκίνητων | των | ασυγκίνητων | των | ασυγκίνητων |
| αιτιατική | τους | ασυγκίνητους | τις | ασυγκίνητες | τα | ασυγκίνητα |
| κλητική | ασυγκίνητοι | ασυγκίνητες | ασυγκίνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυγκίνητος < ελληνιστική κοινή ἀσυγκίνητος < αρχαία ελληνική συγκινέω / συγκινῶ < σύν + κινέω / κινῶ
Επίθετο
ασυγκίνητος, -η, -ο
- που δε συγκινήθηκε ή συγκινείται
- κανείς δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε μια τέτοια τραγωδία
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ασυγκίνητα
- → δείτε τις λέξεις συγκινώ και κινώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.