ψυχρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχρός | η | ψυχρή | το | ψυχρό |
| γενική | του | ψυχρού | της | ψυχρής | του | ψυχρού |
| αιτιατική | τον | ψυχρό | την | ψυχρή | το | ψυχρό |
| κλητική | ψυχρέ | ψυχρή | ψυχρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχροί | οι | ψυχρές | τα | ψυχρά |
| γενική | των | ψυχρών | των | ψυχρών | των | ψυχρών |
| αιτιατική | τους | ψυχρούς | τις | ψυχρές | τα | ψυχρά |
| κλητική | ψυχροί | ψυχρές | ψυχρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυχρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψυχρός < ψύχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /psiˈxɾos/
Επίθετο
ψυχρός, -ή, -ό
- κρύος, του οποίου η θερμοκρασία είναι χαμηλή
- (μεταφορικά) άνθρωπος που δεν εκδηλώνει συναισθήματα, που δεν έχει θέρμη, ζήλο, ενθουσιασμό
- (μεταφορικά) που δεν προκαλεί συγκίνηση
Πολυλεκτικοί όροι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ψυχρός | ἡ | ψυχρᾱ́ | τὸ | ψυχρόν |
| γενική | τοῦ | ψυχροῦ | τῆς | ψυχρᾶς | τοῦ | ψυχροῦ |
| δοτική | τῷ | ψυχρῷ | τῇ | ψυχρᾷ | τῷ | ψυχρῷ |
| αιτιατική | τὸν | ψυχρόν | τὴν | ψυχρᾱ́ν | τὸ | ψυχρόν |
| κλητική ὦ! | ψυχρέ | ψυχρᾱ́ | ψυχρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ψυχροί | αἱ | ψυχραί | τὰ | ψυχρᾰ́ |
| γενική | τῶν | ψυχρῶν | τῶν | ψυχρῶν | τῶν | ψυχρῶν |
| δοτική | τοῖς | ψυχροῖς | ταῖς | ψυχραῖς | τοῖς | ψυχροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ψυχρούς | τὰς | ψυχρᾱ́ς | τὰ | ψυχρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ψυχροί | ψυχραί | ψυχρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψυχρώ | τὼ | ψυχρᾱ́ | τὼ | ψυχρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ψυχροῖν | τοῖν | ψυχραῖν | τοῖν | ψυχροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυχρός < ψύχ(ω) + -ρός
Επίθετο
ψυχρός, -ά, όν
Πηγές
- ψυχρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψυχρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.