ξύπνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξύπνιος η ξύπνια το ξύπνιο
      γενική του ξύπνιου της ξύπνιας του ξύπνιου
    αιτιατική τον ξύπνιο την ξύπνια το ξύπνιο
     κλητική ξύπνιε ξύπνια ξύπνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξύπνιοι οι ξύπνιες τα ξύπνια
      γενική των ξύπνιων των ξύπνιων των ξύπνιων
    αιτιατική τους ξύπνιους τις ξύπνιες τα ξύπνια
     κλητική ξύπνιοι ξύπνιες ξύπνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξύπνιος < μεσαιωνική ελληνική ξυπνός < (ελληνιστική κοινή) ἔξυπνος < ἐξ + αρχαία ελληνική ὕπνος

Επίθετο

ξύπνιος, -ια, -ιο

  1. ξυπνητός, σε εγρήγορση
     συνώνυμα: άγρυπνος, ακοίμητος
     αντώνυμα: κοιμισμένος
  2. έξυπνος
     συνώνυμα: ευφυής· (οικείο) γάτα, σαΐνι, ξυράφι, τσακάλι
     αντώνυμα: κουτός, χαζός· βλίτο, χαζοβιόλης


Ουσιαστικό

ξύπνιος αρσενικό

  1. η εγρήγορση
     συνώνυμα: το ξύπνο, ο ξύπνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.