ακατέργαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατέργαστος | η | ακατέργαστη | το | ακατέργαστο |
| γενική | του | ακατέργαστου | της | ακατέργαστης | του | ακατέργαστου |
| αιτιατική | τον | ακατέργαστο | την | ακατέργαστη | το | ακατέργαστο |
| κλητική | ακατέργαστε | ακατέργαστη | ακατέργαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατέργαστοι | οι | ακατέργαστες | τα | ακατέργαστα |
| γενική | των | ακατέργαστων | των | ακατέργαστων | των | ακατέργαστων |
| αιτιατική | τους | ακατέργαστους | τις | ακατέργαστες | τα | ακατέργαστα |
| κλητική | ακατέργαστοι | ακατέργαστες | ακατέργαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατέργαστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκατέργαστος (ακαλλιέργητος, αρχαία σημασία: και αχώνευτος) [1] < ἀ- στερητικό αρχαία ελληνική κατεργάζομαι < κατά + (ἐργάζομαι) εργασ- + -τος < ἔργον
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kaˈteɾ.ɣa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τέρ‐γα‐στος
Επίθετο
ακατέργαστος, -η, -ο
- που δεν έχει υποστεί καμιά κατεργασία
- ↪ στο εργαστήρι του ο γλύπτης είχε ένα μεγάλο κομμάτι από ακατέργαστο μάρμαρο
- (μεταφορικά) ακαλλιέργητος, αραφινάριστος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ακατέργαστος
|
Αναφορές
- ακατέργαστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.