ακατέργαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατέργαστος η ακατέργαστη το ακατέργαστο
      γενική του ακατέργαστου της ακατέργαστης του ακατέργαστου
    αιτιατική τον ακατέργαστο την ακατέργαστη το ακατέργαστο
     κλητική ακατέργαστε ακατέργαστη ακατέργαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατέργαστοι οι ακατέργαστες τα ακατέργαστα
      γενική των ακατέργαστων των ακατέργαστων των ακατέργαστων
    αιτιατική τους ακατέργαστους τις ακατέργαστες τα ακατέργαστα
     κλητική ακατέργαστοι ακατέργαστες ακατέργαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακατέργαστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκατέργαστος (ακαλλιέργητος, αρχαία σημασία: και αχώνευτος) [1] < ἀ- στερητικό αρχαία ελληνική κατεργάζομαι < κατά + (ἐργάζομαι) εργασ- + -τος < ἔργον

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kaˈteɾ.ɣa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακατέργαστος

Επίθετο

ακατέργαστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει υποστεί καμιά κατεργασία
    στο εργαστήρι του ο γλύπτης είχε ένα μεγάλο κομμάτι από ακατέργαστο μάρμαρο
  2. (μεταφορικά) ακαλλιέργητος, αραφινάριστος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.