brut

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /bʁyt/
 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό brut bruts
θηλυκό brute brutes

brut (fr)

  1. αγροίκος, άξεστος
  2. μικτός, ακαθάριστος
  3. ξηρός
  4. ακατέργαστος

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό brut bruts
θηλυκό brute brutes

brut (fr)

  1. αγροίκος

Επίρρημα

brut (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.