ἐργάζομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐργάζομαι < Fεργ (πβ. γερμανικό werk) + -άζομαι

Ρήμα

ἐργάζομαι

  1. αποθετικό ενεργητικής διάθεσης, εργάζομαι, κάνω, παράγω αποτέλεσμα
  2. με δύο αιτιατικές: κάνω κάτι σε κάποιον
  3. με μία αιτιατική: δουλεύω ένα υλικό, ένα αντικείμενο
  4. παθητικό: κατασκευάζομαι, οικοδομούμαι, επιτελούμαι (π.χ. άθλος)
    ἔργαστο τὸ τεῖχος/ ἐκ πέτρας εἰργασμένος
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐργάζομαι 
Παρατατικός  ἠργαζόμην ή εἰργαζόμην 
Μέλλοντας  ἐργάσομαι ή ἐργασθήσομαι 
Αόριστος  ἠργασάμην ή εἰργασάμην και εἰργάσθην 
Παρακείμενος  εἴργασμαι 
Υπερσυντέλικος  εἰργάσμην και εἰργασμένος ἦν 
Συντελ.Μέλλ.  εἰργασμένος ἔσομαι 

Συνώνυμα

Αντώνυμα


Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.