ἐργάζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐργάζομαι < Fεργ (πβ. γερμανικό werk) + -άζομαι
Ρήμα
ἐργάζομαι
- αποθετικό ενεργητικής διάθεσης, εργάζομαι, κάνω, παράγω αποτέλεσμα
- με δύο αιτιατικές: κάνω κάτι σε κάποιον
- με μία αιτιατική: δουλεύω ένα υλικό, ένα αντικείμενο
- παθητικό: κατασκευάζομαι, οικοδομούμαι, επιτελούμαι (π.χ. άθλος)
- ἔργαστο τὸ τεῖχος/ ἐκ πέτρας εἰργασμένος
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἐργάζομαι | |
| Παρατατικός | ἠργαζόμην ή εἰργαζόμην | |
| Μέλλοντας | ἐργάσομαι ή ἐργασθήσομαι | |
| Αόριστος | ἠργασάμην ή εἰργασάμην και εἰργάσθην | |
| Παρακείμενος | εἴργασμαι | |
| Υπερσυντέλικος | εἰργάσμην και εἰργασμένος ἦν | |
| Συντελ.Μέλλ. | εἰργασμένος ἔσομαι |
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.