αλάξευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλάξευτος η αλάξευτη το αλάξευτο
      γενική του αλάξευτου της αλάξευτης του αλάξευτου
    αιτιατική τον αλάξευτο την αλάξευτη το αλάξευτο
     κλητική αλάξευτε αλάξευτη αλάξευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλάξευτοι οι αλάξευτες τα αλάξευτα
      γενική των αλάξευτων των αλάξευτων των αλάξευτων
    αιτιατική τους αλάξευτους τις αλάξευτες τα αλάξευτα
     κλητική αλάξευτοι αλάξευτες αλάξευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλάξευτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀλάξευτος < (στερητικό) α- + λαξεύ(ω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈla.kse.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλάξευτος

Επίθετο

αλάξευτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει λαξευτεί, σμιλευτεί
    αλάξευτο μάρμαρο, πέτρα
     συνώνυμα: ακατέργαστος, απελέκητος, ασκάλιστος
  2. (κατ’ επέκταση) που δεν έχει διαμορφωθεί, ο αδιαμόρφωτος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.