ακαλλιέργητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακαλλιέργητος | η | ακαλλιέργητη | το | ακαλλιέργητο |
| γενική | του | ακαλλιέργητου | της | ακαλλιέργητης | του | ακαλλιέργητου |
| αιτιατική | τον | ακαλλιέργητο | την | ακαλλιέργητη | το | ακαλλιέργητο |
| κλητική | ακαλλιέργητε | ακαλλιέργητη | ακαλλιέργητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακαλλιέργητοι | οι | ακαλλιέργητες | τα | ακαλλιέργητα |
| γενική | των | ακαλλιέργητων | των | ακαλλιέργητων | των | ακαλλιέργητων |
| αιτιατική | τους | ακαλλιέργητους | τις | ακαλλιέργητες | τα | ακαλλιέργητα |
| κλητική | ακαλλιέργητοι | ακαλλιέργητες | ακαλλιέργητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ακαλλιέργητος, -η, -ο
- που δεν έχει καλλιεργηθεί (κυριολεκτικά για το έδαφος, μεταφορικά για το πνεύμα, τις ικανότητες κλπ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.