κατεργάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατεργάζομαι < αρχαία ελληνική κατεργάζομαι < κατά + ἐργάζομαι < ἔργον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.teɾˈɣa.zo.me/
Ρήμα
κατεργάζομαι
- (μεταβατικό) εκτελώ μια εργασία πάνω σε μια φυσική πρώτη ύλη (π.χ. ξύλο, δέρμα, μετάξι) με σκοπό να το μετατρέψω σε χρηστικό αντικείμενο
- οι βυρσοδέψες κατεργάζονται τα δέρματα των ζώων
Συγγενικά
- ακατέργαστα
- ακατέργαστος
- κατεργασία
- κατεργάσιμος
- κατεργασμένος
- → δείτε τις λέξεις κάτεργο, εργάζομαι και έργο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.