έφορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | έφορος | οι | έφοροι |
| γενική | του/της του |
εφόρου έφορου |
των | εφόρων |
| αιτιατική | τον/την | έφορο | τους/τις | εφόρους |
| κλητική | έφορε | έφοροι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔφορος. Για τους σύγχρονους όρους, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική percepteur. [1]. Συγχρονικά αναλύεται σε (επί) έφ- + ορ(ώ) + -ος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.fo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐φο‐ρος
Ουσιαστικό
έφορος αρσενικό ή θηλυκό
- (οικονομία, επάγγελμα) που δουλεύει σε μια εφορία ή (κυρίως) είναι προϊστάμενός της
- προϊστάμενος ή επόπτης μιας υπηρεσίας
- (ιστορία) καθένας από τους πέντε ενός σώματος αρχόντων στην αρχαία Σπάρτη, ιεραρχικά αμέσως μετά τους βασιλείς, με αρμοδιότητες εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής
- (θρησκεία) προστάτης (άγιος} μονής ή (σπάνιο) πολιούχος
-
Έφορος στη Βικιπαίδεια

-
Έφοροι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
έφορος
|
Αναφορές
- έφορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.