καθένας

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

καθένας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καθένας < αρχαία ελληνική καθείς < κατά + εἷς

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈθe.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθένας

Αντωνυμία

καθένας, καθεμιά / καθεμία, καθένα (αόριστη αντωνυμία)

  1. κάθε πρόσωπο (ζώο, πράγμα κ.λπ.) ξεχωριστά
  2. οποιοσδήποτε, όλοι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.