καθένας
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- καθένας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καθένας < αρχαία ελληνική καθείς < κατά + εἷς
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈθe.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θέ‐νας
Αντωνυμία
καθένας, καθεμιά / καθεμία, καθένα (αόριστη αντωνυμία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.