Σπάρτη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σπάρτη | ||
| γενική | της | Σπάρτης | ||
| αιτιατική | τη | Σπάρτη | ||
| κλητική | Σπάρτη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
Σπάρτη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.