ορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορώ < από το αρχαίο ὁρῶ
Ρήμα
ορώ, οράς, ορά
- βλέπω
- αρκετοί τύποι του ρήματος επιβιώνουν από την αρχαία ελληνική γλώσσα:
- όρα (βλέπε)
- όρα στο κεφάλαιο 10
- οψόμεθα (θα δούμε)
- ίδωμεν (να δούμε)
- ας όψεται (αυτός φταίει)
- ιδού (να!)
- χάρμα ιδέσθαι (χάρμα οφθαλμών, απόλαυση των ματιών)
- ίδε
- Ίδε ο άνθρωπος! (Βικιπαίδεια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.