προϊστάμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προϊστάμενος οι προϊστάμενοι
      γενική του προϊστάμενου
& προϊσταμένου
των προϊστάμενων
& προϊσταμένων
    αιτιατική τον προϊστάμενο τους προϊστάμενους
& προϊσταμένους
     κλητική προϊστάμενε προϊστάμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προϊστάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος προΐσταμαι

Ουσιαστικό

προϊστάμενος αρσενικό, προϊσταμένη θηλυκό

ζήτησα άδεια από τους προϊσταμένους μου στο γραφείο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.