επόπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επόπτης | οι | επόπτες |
| γενική | του | επόπτη | των | εποπτών |
| αιτιατική | τον | επόπτη | τους | επόπτες |
| κλητική | επόπτη | επόπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

επόπτης σε αγώνα ποδοσφαίρου
Ετυμολογία
- επόπτης < αρχαία ελληνική ἐπόπτης < ἐφοράω / ἐφορῶ < ἐπί + ὁράω / ὁρῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inspecteur)
Ουσιαστικό
επόπτης αρσενικό (θηλυκό: επόπτρια)
- (επάγγελμα) πρόσωπο που ασκεί την εποπτεία χώρου ή διαδικασίας, που εποπτεύει
- (στρατιωτικός όρος) ο ανώτερος ιεραρχικά αξιωματικός που φροντίζει για την ασφάλεια και τη διοίκηση ενός στρατοπέδου για κάποιο χρονικό διάστημα
- (αθλητισμός, επάγγελμα) (ποδόσφαιρο) βοηθός διαιτητή που εποπτεύει αν η μπάλα βγήκε έξω από τις πλαϊνές γραμμές του γηπέδου και συνδράμει γενικά το έργο του διαιτητή
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.