εφορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εφορία | οι | εφορίες |
| γενική | της | εφορίας | των | εφοριών |
| αιτιατική | την | εφορία | τις | εφορίες |
| κλητική | εφορία | εφορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.foˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φο‐ρί‐α
Ουσιαστικό
εφορία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.