έπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έπος τα έπη
      γενική του έπους των επών
    αιτιατική το έπος τα έπη
     κλητική έπος έπη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔπος < ϝέπος ‎< πρωτοελληνική *wékʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wékʷos < *wekʷ- ‎(μιλώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έπος

Ουσιαστικό

έπος ουδέτερο

  1. (λογοτεχνία) ποίημα μεγάλης έκτασης όπου εξυμνούνται κι εγκωμιάζονται τα κατορθώματα ηρώων, θεών, αρχόντων κ.λπ.
  2. (συνεκδοχικά) το αντίστοιχο λογοτεχνικό είδος
  3. (μεταφορικά) σκληρός αγώνας που καταλήγει θριαμβευτικά σε νίκη
    το έπος της Αλβανίας

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

θηλυκά ουσιαστικά: [1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λήγουν σε --έπεια - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.