ἔπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἐπεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | ἔπος | τὰ | ἔπη - ἔπεᾰ | |
| γενική | τοῦ | ἔπους - ἔπεος | τῶν | ἐπῶν - ἐπέων | |
| δοτική | τῷ | ἔπει - ἔπεῐ̈ | τοῖς | ἔπεσῐ(ν) επικοί τύποι : ἔπεσσι, ἐπέεσσι | |
| αιτιατική | τὸ | ἔπος | τὰ | ἔπη - ἔπεα | |
| κλητική ὦ! | ἔπος | ἔπη - ἔπεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἔπει - ἔπεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐποῖν - ἐπέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἔπος < ϝέπος < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *wékʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wékʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wekʷ- (μιλώ)
- ϝέπος
- αιολική κράση: τὤπος
Εκφράσεις
Πηγές
- ἔπος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἔπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.