ήρωας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ήρωας οι ήρωες
      γενική του ήρωα των ηρώων
    αιτιατική τον ήρωα τους ήρωες
     κλητική ήρωα ήρωες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ήρωας < αρχαία ελληνική ἥρως

Ουσιαστικό

ήρωας αρσενικό (ηρωίδα θηλυκό)

  1. (στην Αρχαιότητα) μυθολογικό πρόσωπο που δεν είναι θεός και, συνήθως, ξεχωρίζει για την ανδρεία του
    ομηρικός ήρωας
  2. άνθρωπος που προβαίνει σε γενναία πράξη, συχνά μέχρι σημείου αυτοθυσίας
    αφανής ήρωας
    το μνημείο των ηρώων
  3. το πρότυπο που κάποιος θαυμάζει και μιμείται
    είναι ο ήρωάς μου
  4. ο κεντρικός χαρακτήρας σε αφήγηση (λογοτεχνική, θεατρική, κινηματογραφική)
    οι ήρωες του Παπαδιαμάντη
  5. ο πρωταγωνιστής γεγονότος
    (ειρωνικά) ο ήρωας των επεισοδίων

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.