ήρωας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ήρωας | οι | ήρωες |
| γενική | του | ήρωα | των | ηρώων |
| αιτιατική | τον | ήρωα | τους | ήρωες |
| κλητική | ήρωα | ήρωες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ήρωας < αρχαία ελληνική ἥρως
Ουσιαστικό
ήρωας αρσενικό (ηρωίδα θηλυκό)
- (στην Αρχαιότητα) μυθολογικό πρόσωπο που δεν είναι θεός και, συνήθως, ξεχωρίζει για την ανδρεία του
- ομηρικός ήρωας
- άνθρωπος που προβαίνει σε γενναία πράξη, συχνά μέχρι σημείου αυτοθυσίας
- αφανής ήρωας
- το μνημείο των ηρώων
- το πρότυπο που κάποιος θαυμάζει και μιμείται
- είναι ο ήρωάς μου
- ο κεντρικός χαρακτήρας σε αφήγηση (λογοτεχνική, θεατρική, κινηματογραφική)
- οι ήρωες του Παπαδιαμάντη
- ο πρωταγωνιστής γεγονότος
- (ειρωνικά) ο ήρωας των επεισοδίων
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.