μιλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μιλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μιλῶ, ὁμιλῶ < ελληνιστική κοινή ὁμιλέω, -ῶ, αρχαία σημασία: συναναστρέφομαι.[1] Δείτε και ὅμιλος

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈlo/

Ρήμα

μιλάω/μιλώ, πρτ.: μιλούσα/μίλαγα, στ.μέλλ.: θα μιλήσω, αόρ.: μίλησα, παθ.φωνή: μιλιέμαι, π.αόρ.: μιλήθηκα, μτχ.π.π.: μιλημένος

  • ομιλώ (επίσημο, καθαρεύουσα)

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.